- φλοιοφάγος
- ος, ο[ν] 1. поедающий кору;2. (ο ) (жук-) -короед
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλοιοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (για έντομα) αυτός που τρώει τους φλοιούς τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + φάγος*] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek